Αναρτήσεις

η κομμώτρια η Λίτσα

Η Λίτσα εργάζεται στο κομμωτήριο της κυρίας Αντέλ. Εξοντωτικά. Είναι πάντα μια κούκλα, περιποιημένη και πολύ τρέντι. Το μαλλί φυσικά υπέροχο, πλούσιο. Τα χείλια της υπόσχονται χωρίς να μιλούν. Άσε αυτό το κωλαράκι που κοιτάει τα άστρα. Πάει και στο Καράτε, επειδή γυρίζει αργά τις νύχτες στο σπίτι της και θέλει να είναι προστατευμένη. Το κορμί της είναι ο μπόντυγκαρντ. Μια μέρα μου έκανε επίδειξη και με έριξε κάτω και ευτυχώς που δεν έσπασα κάτι. Η Λίτσα είναι μια γκομενάρα. Αλλά δεν το έχει πάρει απάνω της να κάνει τη δύσκολη και όλα όσα σκαρφίζονται οι γυναίκες για να παιδεύουν τους άντρες. Η Λίτσα είναι καλή και πονόψυχη κοπέλα αλλά και εντελώς ξεκαθαρισμένη. Δεν θέλει ακόμα να δεσμευτεί με γάμους και τέτοια. Παρά ταύτα, αρραβωνιάστηκε το Μανόλη, τον υδραυλικό που έχει μαγαζί στο από κάτω στενό. Ο Μανόλης έρχεται στο μαγαζί του από τα βόρεια προάστια. Κάνει τόσο δρόμο κάθε μέρα για να βρίσκεται όσο μπορεί κοντά στη Λίτσα. Γνωριστήκανε σε ένα πάρτι πέρυσι στην Πάτρα. Μασκέ. Η Λίτσα νε

το πρωινό ξύπνημα

Ξύπνησα πρωί πρωί, όπως κάθε μέρα ξυπνάω νωρίς και θαυμάζω τον ήλιο να βγαίνει από το βουνό. Με ξυπνάει συνήθως το λεωφορείο που περνάει έξω από την πολυκατοικία που μένω με τον θόρυβο της πόρτας που ανοιγοκλείνει. Τα λεωφορεία αρχίζουν δρομολόγια από τις πέντε. Εγώ πάω στις εφτά στη Σχολή. Κάθε μέρα σχεδόν έχουμε εργαστήρια. Χρειάζομαι αυτοπειθαρχία και όταν έχω πλυθεί κι έχω πιει καφέ πριν ξεκινήσω είμαι καλύτερα. Τον ήλιο τον προτιμάω να βγαίνει από την θάλασσα, αλλά αυτό το απολαμβάνω μονάχα το καλοκαίρι. Σκέφτομαι το καλοκαίρι τι καλά που θα είμαστε σε μια παραλία με το Μάριο και τη Λίτσα ξαπλωμένοι στην άμμο να ψηνόμαστε. Μερικές φορές θυμάμαι τα βραδινά μου κατορθώματα και με πιάνει ίλιγγος, αλλά σήμερα νιώθω μια γλυκιά αγαλλίαση. Ένα αίσθημα ελαφρύ, σαν πούπουλο νιώθω την ψυχή μου. Και το κορμί μου δεν υστερεί σε σφρίγος. Είμαι τόσο ξεκούραστος που θα μπορούσα να πάω στη Σχολή τρέχοντας. Υπολογίζω την ώρα του λεωφορείου και κατεβαίνω πηδηχτά τις σκάλες. Στη στάση περιμένουν δυο

το γκαρσόνι ο Μάριος

Πέρασαν 30 μέρες που δεν έγραψα γραμμή, αλλά τώρα θα γράψω για τον Μάριο. Ηρθα να γράψω για τον Μάριο. Ο Μάριος δουλεύει σε ένα εστιατόριο οικογενειακό. Μεσημέρι βράδυ. Φοράει ρούχα περιποιημένα, μαύρο παντελόνι και γιλέκο και άσπρο πουκάμισο χειμώνα καλοκαίρι. Αυτές τις μέρες με το κρύο, έβγαινε στα γρήγορα να πάρει τσιγάρα για τους πελάτες και γύριζε κατακόκκινος πίσω. Από το κρύο. Πάντα όμως με το χαμόγελο. Ακόμα κι όταν το αφεντικό τον προσβάλλει μπροστά σε πελάτισσες. Αλλο είναι να ειπωθεί καμμιά χοντράδα μπροστά σε άντρα πελάτη και άλλο μπροστά σε μία κυρία. Σήμερα το μεσημέρι το αφεντικό, ο κ. Κώστας, τον πρόσβαλε μπροστά σε μία κυρία. Ο Μάριος μόνο που δεν έκλαψε. Κατέβασε τα μάτια και έστριψε στα γρήγορα το πρόσωπο να μη φανεί το δάκρυ και η κοκκινίλα της ντροπής. Η κυρία έφυγε αλλά σε λίγη ώρα που πετάχτηκε για τσιγάρα πάλι, την είδε από μακρυά να του χαμογελάει, σαν νεράιδα έμοιαζε. Ο Μάριος δουλεύει στο εστιατόριο αυτό από μικρό παιδάκι. Στην αρχή έκανε θελήματα, μετά πήγε

σε άφησα να

Ηξερα ότι ήθελες να σε κρατήσω Να πλησιάσω ύπουλα, σιγανά, αθόρυβα Να σε αρπάξω Να ακουμπήσω τη παλάμη στο δεξί σου ώμο Να σε φέρω κοντά Επάνω στην καρδιά μου να σε σφίξω Να μη σε αφήσω ξανά -να φύγεις- να ΜΗ ΣΕ ΑΦΗΣΩ αλλά σε άφησα ΝΑ Φύγεις απροστάτευτη σε άφησα Χαιρετίσματα στη λησμονιά ο κ. Μαβίλης ξέρει ήξερα και εγώ. Ηξερα ότι ήθελες να σε κρατήσω Να πλησιάσω ύπουλα, σιγανά, αθόρυβα Να σε αρπάξω Να ακουμπήσω τη παλάμη στο δεξί σου ώμο Να σε φέρω κοντά Επάνω στην καρδιά μου να σε σφίξω Να μη σε αφήσω ξανά -να φύγεις- να ΜΗ ΣΕ ΑΦΗΣΩ αλλά σε άφησα ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ, γιατί δε χτυπάς; Ο κ. Μαβίλης ξέρει. posted by FOIBOS, Tuesday, December 27, 2005, 3:00 AM

dark father

your dark eyes gives to me blindness dark father turn off your darkness dark father turn off your eyes I feel lost with your darkness I feel blind father with your dark eyes dark father I feel lost in the darkness Merry Christmas father posted by FOIBOS, Saturday, December 24, 2005, 6:32 PM

βγαίνω τα βράδια

βγαίνω τα βράδια πατώ σε σκιές δέντρων ευκάλυπτοι, μουριές, πικροδάφνες ρωτούν τις σόλες μου «τι κάνεις Φοίβε;» ή «ελαφροίσκιωτε Φοίβε, πώς περνάς;» «ένας αέρας είμαι» απαντάω και φεύγω «δεν είμαι ο Φοίβος, είμαι η σκιά του» μουρμουριστά τραγουδώ πάντα τα βράδια τραγουδώ μουρμουριστά και φεύγω posted by FOIBOS, Saturday, December 24, 2005, 3:07 AM

η ακτινογραφία

Επεσε στα χέρια μου μια ακτινογραφία. Ηταν η ακτινογραφία του κορμού μιας γυναίκας. Σκελετός λεπτός με τα στήθη στρογγυλά να αχνοφέγγουν. Προσπάθησα να τη φανταστώ. Νέα οπωσδήποτε, γιατί τα στήθη ήταν στητά, αλλά πόσο νέα; Την τοποθέτησα κοντά στην ηλικία μου, μετά πρόσεξα τη κυρτή ράχη, ύστερα βαρέθηκα να ψαχουλεύω στο μυαλό μου. Η ακτινογραφία ήταν αδέσποτη, χωρίς φάκελο. Την ξανακοίταξα και τότε πρόσεξα τις δαχτυλιές. Πόσα χέρια την είχαν πιάσει; Πόσοι σκέφτηκαν περίπου τα ίδια με μένα; Δεν τολμώ να κοιτάξω κάτι και το μυαλό μου φτιάχνει ιστορίες απο το μηδέν. Κούνησα την ακτινογραφία στον αέρα για ν' ακούσω τον ήχο της. Στο τέλος την πέταξα στο καλάθι και πήγα για καφέ στο κυλικείο. posted by FOIBOS, Tuesday, December 13, 2005, 4:53 AM